ανίσχυρος

ανίσχυρος
-η, -ο
1. αδύναμος: Δυστυχώς είμαι ανίσχυρος να εμποδίσω την αδικία.
2. άκυρος: Η διαθήκη αυτή, όπως έγινε, είναι ανίσχυρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνίσχυρος — not strong masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίσχυρος — η, ο (AM ἀνίσχυρος, ον) 1. ο χωρίς ισχύ, δύναμη, αδύναμος, ανίκανος 2. αυτός που δεν έχει νομικό κύρος, ο άκυρος …   Dictionary of Greek

  • ἀνισχύρως — ἀνίσχυρος not strong adverbial ἀνίσχυρος not strong masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίσχυρον — ἀνίσχυρος not strong masc/fem acc sg ἀνίσχυρος not strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνισχύροις — ἀνίσχυρος not strong masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνισχύρους — ἀνίσχυρος not strong masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνισχύρων — ἀνίσχυρος not strong masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίσχυρα — ἀνίσχυρος not strong neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίσχυροι — ἀνίσχυρος not strong masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”